ἔνοπτρον

ἔνοπτρον
ἔνοπτρ-ον, τό,
A mirror, E.Hec.925 (lyr.), Or.1112, Not.Scav. 1920.328: generally, reflecting surface,

ἐν ὕδατι καὶ τοῖς τοιούτοις ἐ. Arist.Mete.345b26

, cf. 372a33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ένοπτρον — ἔνοπτρον, το (Α) 1. καθρέφτης 2. κάθε επιφάνεια που αντανακλά, που μοιάζει με καθρέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οπτρον < θ. οπ (πρβλ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • ἔνοπτρον — mirror neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόπτροις — ἔνοπτρον mirror neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόπτρου — ἔνοπτρον mirror neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόπτρων — ἔνοπτρον mirror neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόπτρῳ — ἔνοπτρον mirror neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοπτρα — ἔνοπτρον mirror neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοπτρίζω — ἐνοπτρίζω (AM) [ένοπτρον] Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι 1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη 2. οραματίζομαι μσν. κοιτάζω, αντικρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”